- ρακοσυλλέκτης
- ο , ρακοσυλλέκτηςτρία и ρακοσυλλέκτηςις (-ιδος) η тряпични|к, -ца; утильщик
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρακοσυλλέκτης — ο, θηλ. ρακοσυλλέκτρια, Ν αυτός που συλλέγει κουρέλια για να τά πουλήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ράκος «κουρέλι» + συλλέκτης (< συλλέγω). Το αρσ. ρακοσυλλέκτης μαρτυρείται από το 1829 στον Αδ. Κοραή ενώ το θηλ. ρακοσυλλέκτρια από το 1895 στην εφημερίδα … Dictionary of Greek